στέριωμα

στέριωμα
το, Ν [στεριώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στεριώνω, στερέωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερέωση — η / στερέωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, σταθεροποίηση, παγίωση, εδραίωση, στέριωμα νεοελλ. 1. (υφαντ.) διαδικασία που εφαρμόζεται στα μάλλινα υφάσματα για τη διατήρηση τών νημάτων στις θέσεις που τούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”